Κλείστε σήμερα ένα ραντεβού: 210 45 10 488
Μικροβιολογικό Ιατρείο
Σ. Μελαχροινού
ΑΡΘΡΑ
ΜΗ ΕΠΕΜΒΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗ ΣΑΚΧΑΡΩΔΟΥΣ ΔΙΑΒΗΤΗ
ΙΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΕΡΠΗΤΑ (HSV)
Ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος εντοπίζει γενετικές ανωμαλίες στο γενετικό υλικό του παιδιού από τη 10η κιόλας εβδομάδα κύησης με μια απλή αιμοληψία της εγκύου. Πρόκειται για την πλέον απλή, ασφαλή και αξιόπιστη μέθοδο ανάλυσης του ελεύθερου εμβρυϊκού DNA που απομονώνεται από το περιφερειακό αίμα της μητέρας.
Η τεχνολογία του ελέγχου παρέχει πολύ ακριβή αποτελέσματα για τις τρεις πιο κοινές τρισωμίες (21,13,18) που αντιστοιχούν στα σύνδρομα Down, Patau και Edwards , των φυλετικών χρωμοσωμάτων (Χ και Υ) καθώς και για άλλες τρισωμίες και δομικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες στο γονιδίωμα του εμβρύου, ανάλογα με το πακέτο που θα επιλέξετε. Το τεστ είναι κατάλληλο τόσο για μονήρεις όσο και για δίδυμες κυήσεις καθώς και για κυήσεις προερχόμενες από εξωσωματική γονιμοποίηση. Για περισσότερες πληροφορίες ή απορίες, επικοινωνήστε μαζί μας.
Τα αποτελέσματα είναι έτοιμα σε 6-10 εργάσιμες ημέρες.
Μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα πολύτιμος για τις γυναίκες
-
>35 ετών
-
με προηγουμενο ιστορικό κύησης χρωμοσωμικών διαταραχών
-
με υψηλό ρίσκο κυοφορίας εμβρύου με χρωμοσωμική ανωμάλια
-
με παθολογικά υπερηχογραφικά ευρήματα
-
με παθολογικό PAPP-A
-
που επιθυμούν με μη επεμβατικό και αξιόπιστο τρόπο να καθησυχάσουν για τυχόν γενετικές ανωμαλίες του εμβρύου
Το αποτέλεσμα που θα λάβουμε εκφράζεται ως μια πιθανότητα, η οποία θα χαρακτηρίζει την κύηση χαμηλού κινδύνου (πιθανότητα μικρότερη από 1:10000 να έχει το έμβρυο τρισωμία 21, 18 ή 13) ή υψηλού κινδύνου ( εξαιρετικά μεγάλη πιθανότητα να έχει το έμβρυο κάποιο από αυτά τα χρωμοσωμικά σύνδρομα). Στη δεύτερη περίπτωση προτείνεται περαιτέρω έλεγχος με επεμβατική μέθοδο (λήψη τροφοβλάστης ή αμνιοπαρακέντηση) για την επιβεβαίωση του αποτελέσματος
Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) αποτελεί μια ετερογενή ομάδα μεταβολικών νοσημάτων που χαρακτηρίζονται από υπεργλυκαιμία λόγω διαταραχής είτε στην έκκριση της ινσουλίνης, είτε στη δράση της ινσουλίνης, ή και των δύο.
Η χρόνια υπεργλυκαιμία του διαβήτη σχετίζεται με μακροπρόθεσμη βλάβη και επιπλοκές στη λειτουργία διαφόρων οργάνων όπως των οφθαλμών, των νεφρών, των νεύρων, της καρδιάς και των αιμοφόρων αγγείων.
Ο ΣΔ ταξινομείται με βάση την παθοφυσιολογία του σε τύπου 1 και 2:
Ο ΣΔ1 οφείλεται σε καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος, τα οποία φυσιολογικά παράγουν και εκκρίνουν ινσουλίνη. Ο ΣΔ2 οφείλεται σε διαταραγμένη (ανεπαρκή) έκκριση ή δράση της ινσουλίνης.
Η διαχείριση των ασθενών με ΣΔ2 απαιτεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που περιλαμβάνει εκπαίδευση για το διαβήτη, έμφαση στην αλλαγή του τρόπου ζωής, επίτευξη της καλής ρύθμισης της γλυκόζης αίματος, ελαχιστοποίηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, αποφυγή των φαρμάκων που μπορεί να επιδεινώσουν τα επίπεδα της γλυκόζης ή του μεταβολισμού των λιπιδίων, και έλεγχο για τις επιπλοκές του διαβήτη. Μια ολοκληρωμένη διαχείριση του διαβήτη μπορεί να καθυστερήσει την εξέλιξη των επιπλοκών και τη μεγιστοποίηση της ποιότητας της ζωής. Η απόκτηση γνώσεων σχετικά με το διαβήτη είναι ένα ουσιαστικό μέρος της αντιμετώπισής του. «Για ένα διαβητικό ασθενή, η γνώση και η κατανόηση δεν είναι μέρος της θεραπείας - είναι η ίδια η θεραπεία».
Η ρύθμιση του σακχάρου του αίματος προγευματικά και μεταγευματικά στα φυσιολογικά ή κατά το δυνατόν πιο κοντάστα φυσιολογικά επίπεδα είναι πρωταρχικής σημασίας. Επιπλέον, ο έλεγχος του σωματικού βάρους και η καλή λειτουργία της καρδιάς αποτελούν βασικούς στόχους για τη μείωση των επιπλοκών του ΣΔ. Σύμφωνα με τις συστάσεις της Αμερικάνικής Διαβητολογικής Εταιρείας μία μέτρια απώλεια βάρους της τάξης του 7 % και τακτική μέτριας έντασης άσκηση (150 min/εβδομάδα) βοηθούν στην επίτευξη των στόχων αυτών.
ΠΡΑΚΤΙΚΣ ΣΥΤΑΣΕΙΣ
• Συχνά και μικρά γεύματα που οδηγούν σε καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο, σταθερότερη έκκριση ινσουλίνης, μείωση του αισθήματος της πείνας και αποφυγή του «τσιμπολογήματος» που αυξάνει το σωματικό βάρος και απορρυθμίζει το σάκχαρο του αίματος.
• Ισοκατανομή των υδατανθράκων στα γεύματα και προτίμηση ακατέργαστων υδατανθράκων (π.χ. ψωμί και ζυμαρικά ολικής αλέσεως, καστανό ρύζι) οι οποίοι, λόγω της περιεκτικότητάς τους σε φυτικές ίνες, μειώνουν την απορρόφηση γλυκόζης.
• Έμφαση στο πρωινό γεύμα. Είναι και το σηματικότερο γεύμα της ημέρας και δεν πρέπει να παραλείπεται.
• Αποφυγή στην κατανάλωση κόκκινου και επε-
ξεργασμένου κρέατος και κορεσμένου λίπους. Η αντικατάσταση των τροφών αυτών με φρούτα, λαχανικά, όσπρια και γαλακτοκομικά χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά είναι ωφέλιμη στη βελτίωση της αρτηριακής πίεσης, των τριγλυκεριδίων και της ινσουλινοευαισθησίας.
• Κατανάλωση δημητριακών και σιτηρών (βρώμη, κριθάρι, πίτουρο) ολικής άλεσης.
• Προτίμηση ωμών φρούτων από χυμούς.
• Η χρήση υποκατάστατων ζάχαρης που κυκλοφορούν στο εμπόριο, εφόσον δεν ξεπερνώνται οι προτινόμενες δόσεις, είναι ασφαλής και βοηθά στη μείωση του σωματικού βάρους.
Οι ιοί του έρπητα αποτελούν μια μεγάλη οικογένεια ιών με πολλά γένη και πάνω από 150 μέλη. Οι λοιμώξεις από τον ιό του απλού έρπητα (HSV) είναι από τις λοιμώξεις που αντιμετωπίζει συχνότερα ο άνθρωπος. Το όνομα herpēs προέρχεται από την ελληνική λέξη ἕρπης που σημαίνει έρπω ή σέρνομαι, και σχετίζεται με την έννοια «σέρνω», που αναφέρεται στη διάδοση φυσαλίδων.
Οι HSV κατηγοριοποιούνται σε δύο τύπους:
-
έρπης τύπου 1 (HSV-1, ή επιχείλιος έρπης) και
-
έρπης τύπου 2 (HSV-2, ή έρπης των γεννητικών οργάνων).
Οι λοιμώξεις μπορεί να είναι ασυμπτωματικές ή μπορεί να εμφανιστούν ως εστίες φουσκάλων ή πληγών. Αυτές οι κοινές ιογενείς παθήσεις μεταδίδονται μέσω στενής επαφής από άτομα που ιοφορούν μέσω των βλεννογόνων ή εκδορών του δέρματος. Στην περίπτωση του HSV-1, το φιλί, το στοματικό σεξ ή η κοινή χρήση αντικειμένων όπως οδοντόβουρτσες ή σκεύη φαγητού μπορεί να μεταδώσει τη μόλυνση σε άλλο άτομο. Ο HSV-2 ταξινομείται ως σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα και μεταδίδεται κατά τη σεξουαλική επαφή με κάποιον που έχει λοίμωξη των γεννητικών οργάνων HSV-2. Η χρήση προφυλακτικού μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού.
Μια μητέρα που έχει μολυνθεί από ιό του έρπητα μπορεί να μεταδώσει τον ιό στο μωρό της κατά τη διάρκεια του τοκετού, εάν ο ιός είναι ενεργός εκείνη τη στιγμή.
Συνηθέστερα, ο έρπης τύπου 1 προκαλεί πληγές (φυσαλίδες ή φουσκάλες) γύρω από το στόμα και τα χείλη. Στον HSV-2, το μολυσμένο άτομο μπορεί να έχει πληγές γύρω από τα γεννητικά όργανα ή το ορθό. Τόσο ο HSV-1 όσο και ο HSV-2 μπορούν να εξαπλωθούν ακόμη και αν δεν υπάρχουν ορατές πληγές.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, η μόλυνση με HSV-1 ή HSV-2 μπορεί να οδηγήσει σε μηνιγγίτιδα (φλεγμονή του καλύμματος του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού) ή εγκεφαλίτιδα (φλεγμονή του εγκεφάλου).
Χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των ιών της ομάδας του έρπητα είναι ότι μετά την υποχώρηση της αρχικής λοίμωξης, δεν εκριζώνονται από τον οργανισμό. Ο ιός διατηρείται σε λανθάνουσα κατάσταση στα νευρικά κύτταρα που αργότερα μπορεί να πυροδοτηθεί και να προκαλέσει υποτροπιάζουσα πάθηση. Συνήθεις καταστάσεις που ενεργοποιούν τον ιό περιλαμβάνουν: κόπωση, στρες, ανοσοκαταστολή (AIDS, χημειοθεραπεία, στεροειδή), ορμονικές διαταραχές, έκθεση στο ηλιακό φως.
Τα συμπτώματα μπορεί να είναι από πολύ ήπια ή και ασυμπωματικά έως εξαιρετικά επώδυνα.
Η διάγνωση τις περισσότερες φορές γίνεται βάσει των συμπτωμάτων ενώ μπορεί να επιβεβαιωθεί εργαστηριακά με ιϊκή καλλιέργεια ή ανίχνευση DNA του έρπητα από την πληγείσα περιοχή. Ο αιματολογικός έλεγχος περιλαμβάνει IgG αντισώματα έναντι του HSV-1 και HSV-2 και μπορεί να επιβεβαιώσει προηγούμενη λοίμωξη.
Αν και δεν υπάρχει οριστική θεραπεία για τον έρπητα, η φαρμακευτική αγωγή θα ανακουφίσει τα συμπτώματα, θα συντομεύσει τον χρόνο επούλωσης και θα μειώσει τον συνολικό αριθμό των εστιών. Οι θεραπείες με αντιιικά φάρμακα μπορούν να μειώσουν τη σοβαρότητα των συμπτωματικών επεισοδίων ενώ τοπικά αντισηπτικά μπορεί να χρησιμοποιηθούν ανακουφιστικά.